παραζάλισμα

παραζάλισμα
το
ζάλισμα, σύγχυση, ταραχή, αλλ. παραζάλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραζάλισμα — το [παραζαλίζω] 1. μεγάλη ενόχληση, παρασκότιση 2. μεγάλη ζάλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”